Πνευματικά δικαιώματα δεν υπάρχουν. Οι ιδέες πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα. Άρα...
... η αντιγραφή όχι απλώς επιτρέπεται αλλά είναι και επιθυμητή, ακόμη και χωρίς αναφορά της πηγής!

Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει

- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".

[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]

13 Απριλίου 2017

Ο Τζακ και ο Θανάσης

Πριν διηγηθώ την σημερινή μου ιστορία, πρέπει να πω δυο λόγια για έναν από τους πρωταγωνιστές της, ο οποίος είναι άγνωστος στους πολλούς. Ο λόγος για τον Θεοδόση Άθα. Ο Άθας γεννήθηκε στις 14/1/1936 στο Νεστόριο και μεγάλωσε στην Καστοριά, όπου έβγαλε και το Γυμνάσιο. Μόλις αποφοίτησε, έφυγε για το Λυν τής Μασσαχουσέττης, όπου βρισκόταν ήδη ο πατέρας του. Σπούδασε μεν φυσική και μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Βοστώνης αλλά πολύ σύντομα τον κέρδισε η ποίηση. Εκτός από τα ποιήματα που έγραψε ο ίδιος, μετέφρασε στα ελληνικά πλήθος ποιημάτων πολλών πολιτειακών ποιητών ενώ, παράλληλα, διατηρούσε εκπομπή φιλολογικού περιεχομένου στον ελληνικό ραδιοφωνικό σταθμό τής Νέας Υόρκης.

Το 1971, ο Γιώργος Ζαμπέτας βρέθηκε στις ΗΠΑ, στα πλαίσια μιας σειράς εμφανίσεών του που άφησε εποχή στην ομογένεια. Ο Άθας δεν έχασε την ευκαιρία και κάλεσε τον Ζαμπέτα για μια ζωντανή συνέντευξη στην εκπομπή του. Μια χαρά πήγε η συνέντευξη, συμπάθησε τον νεαρό ο Ζαμπέτας, παίρνει θάρρος ο Άθας. "Κύριε Ζαμπέτα, ξέρετε, γράφω κι εγώ στίχους". Κουμπώνεται ο Ζαμπέτας, που ξέρει ότι όσοι μιλάνε ελληνικά γίνονται και στιχουργοί. "Να σας τους δώσω να τους δείτε κι άμα σας αρέσουν, κάντε τους τραγούδια" - "Να τους δω".

Νέα Υόρκη, 1971: Ο Θεοδόσης Άθας συνομιλεί με τον Γιώργο Ζαμπέτα "στον αέρα".

Την άλλη μέρα το πρωί, νάσου ο Άθας στο ξενοδοχείο με έναν φάκελλο υπό μάλης. Ανοίγει τα χαρτιά ο Ζαμπέτας και πλακώνεται η καρδιά του από την μαυρίλα. Τι "ήρθανε να με πάρουνε οι πεθαμένοι φίλοι", τι "πες μου χάρε τι συμβαίνει, τι έχουν πάθει οι πεθαμένοι και γλεντούν ρωμέϊκα", τι "έχουν σταυρούς αμέτρητους οι ράχες του χωριού μου για χωριανούς που λείπουν", τι "η κόρη, που της γνέθανε για τα προικιά της, πέθανε"... Πού να ξέρει ο δόλιος ο Γιώργος ότι η ποίηση του Άθα είναι συνυφασμένη με τον θάνατο; Πάντως, του άρεσαν τα κομμάτια. Και πιο πολύ απ' όλα του άρεσε ένα κομμάτι που μίλαγε για έναν άστεγο, τον Τζακ Ο' Χάρα, που πέθανε από το κρύο.

Ο Τζακ ήταν γνωστός στους νεοϋρκέζους. Δεν ενοχλούσε κανέναν. Κοιμόταν όπου εύρισκε και ζούσε από την ελεημοσύνη των περαστικών. Κι αν κάποτε βρισκόταν με δυο δεκάρες παραπάνω στην τσέπη, δεν δίσταζε να τις ξοδέψει στο πιοτό. Εκεί, στον δρόμο, τον βρήκε χειμώνα καιρό ο θάνατος, θαμμένο στο χιόνι. Ο θάνατός του έγινε θέμα συζήτησης στην πόλη, καθώς άφησε πίσω του ένα δύσκολο ερώτημα: ποιός πρέπει να αναλάβει την διαδικασία και το κόστος ταφής ενός άπορου; Ο φουκαράς ο Τζακ έπρεπε να μείνει κάμποσες ώρες στην "κατάψυξη" του χιονιού ώσπου να βρεθεί απάντηση.

Ο Ζαμπέτας κράτησε τους στίχους του Άθα κι έφτιαξε έξι τραγούδια, τα οποία συμπεριέλαβε σε δυο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν το 1972, το "Λεωφόρος Ζαμπέτα" και το "Περιπέτειες". Στο δεύτερο βρίσκεται και ο "Τζακ Ο' Χάρα":
Ο Τζακ Ο’ Χάρα ήταν φτωχός και τόνε ξέραν όλοι
κι εγώ κι εσύ κι ο παρακεί, αγγέλοι και διαβόλοι.
Ο Τζακ Ο’ Χάρα ήταν μπεκρής, χρυσή καρδιά, άδεια τσέπη
κι ήρθε ο χειμώνας ο μακρύς κι ο Τζακ δεν είχε σκέπη.
Μια νύχτα χιόνισε πάρα πολύ και βγήκαν οι γειτόνοι
για να φτυαρίσουν το πρωί και βρήκαν μες στο χιόνι
της γειτονιάς το φρόκαλο, τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο.

Στέλνουν χαμπέρι στο γιατρό από ενδιαφέρον.
"Τρέξε γιατρέ μου, το και το, τον χάνουμε το γέρο".
Μα ο γιατρός κάνει νερά γιατί δεν έχει τυχερά.
Ο θάνατος είν’ έξοδο κι ο Τζακ σε αδιέξοδο.
Σαν κάναν το καθήκον τους, ήσυχοι πια οι γειτόνοι
γυρίσανε στο σπίτι τους κι αφήσανε στο χιόνι
της γειτονιάς το φρόκαλο, τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο.
Πριν φύγει για τις ΗΠΑ, ο Ζαμπέτας τραγούδαγε στα Δειλινά, που τότε βρίσκονταν στην πλατεία Κολιάτσου. Εκεί είχε γνωριστεί με έναν φανατικό του θαυμαστή, ο οποίος ήταν ο τακτικώτερος θαμώνας. Γνωστός γλεντζές ο Θανάσης Ευστρατιάδης, είχε φιλίες και με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη αλλά για τον Ζαμπέτα έδινε ρέστα. "Α, ρε Ζαμπέτα", του έλεγε, "νά 'ξερες από πού έρχομαι για να δω το κάδρο σου". Αλλά κι ο Ζαμπέτας τον τιμούσε αναλόγως. Με το που ανέβαινε στο πάλκο, κοίταζε γύρω του και φώναζε: "Πού 'σαι Θανάση;". Και σαν τον έβλεπε, τού 'σκαγε ένα χαμόγελο και γύρναγε στην ορχήστρα: "Εντάξει, εδώ είναι, αρχίζουμε".

Κάπου στα 1968, ο Θανάσης πέθανε. Ο Ζαμπέτας συνέχισε να τον αναζητά, φωνάζοντας κάθε βράδυ "πού 'σαι Θανάση;" δίχως να παίρνει απάντηση. Ενώ βρισκόταν στις ΗΠΑ, πληροφορήθηκε τον θάνατο του Θανάση ο μεγάλος στιχουργός Χαράλαμπος Βασιλειάδης (γνωστός ως "Τσάντας", επειδή πάντοτε κυκλοφορούσε με μια τσάντα γεμάτη στίχους), πάνω σε μια κουβέντα με τον Όμηρο Ευστρατιάδη. Παρ' ότι εκείνη την εποχή ο Βασιλειάδης βρισκόταν στα τελευταία του, έγραψε ένα τραγούδι για τον Θανάση και το άφησε στην γυναίκα του, την Άννα. "Αυτό να το δώσεις του Γιώργου όταν γυρίσει", της είπε συναισθανόμενος το τέλος του.

Σπανιώτατη φωτογραφία τού Μάνου Χατζιδάκι να παίζει κιθάρα υπό την διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη.
Τον συνοδεύουν με τα μπουζούκια τους ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης με τον Γιώργο Ζαμπέτα.

Όταν τέλειωσε ο Ζαμπέτας με την τουρνέ στις ΗΠΑ, πήγε στο Λονδίνο. Εκεί τον παίρνουν τηλέφωνο τα παιδιά του. "Μπαμπά πέθανε ο κύριος Βασιλειάδης". Ξερός ο Γιώργος. Μια και δυο, τα μαζεύει, γυρίζει στην Αθήνα και πάει να συλλυπηθεί την χήρα. "Σου άφησε αυτό το τραγουδάκι", του λέει εκείνη και του δίνει το χαρτί. Διπλή η συγκίνηση. Το "Πού 'σαι Θανάση;" μπήκε στο άλμπουμ "Μάλιστα Κύριε", του 1973:
Θα πάρω σβάρνα μια βραδιά όλες τις συνοικίες,
δε θέλω πολυτέλειες και πολυκατοικίες.
Είχα έναν παλιόφιλο, τα ίχνη του έχω χάσει,
σ’ ένα στέκι απόμερο, το στέκι του Θανάση.


Εκεί θα βρω της νιότης μου τα φίνα, τα ωραία,
το Μάνθο, τον Θεμιστοκλή και την παλιά παρέα.
Δίπλα θα καθίσουμε σαν πρώτα στο τραπέζι
και μαζί θ' ακούσουμε γλυκιά πενιά να παίζει.
Πού 'σαι Θανάση... Πού 'σαι Θανάση...
Ήθελα να σ’ αντάμωνα, η γρουσουζιά να σπάσει.
Επίλογος. Ο Θεοδόσης Άθας έφυγε στα 37 του χρόνια, το 1973, νικημένος από τον καρκίνο. "Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είχε προβλέψει τον θάνατό του, μίλαγε με τον χάρο", σχολίασε συγκινημένος ο Ζαμπέτας, όταν πήρε το χαμπέρι. Όσο για τον "Θανάση", κάποιοι λένε ότι ο Ζαμπέτας είχε μάθει τον θάνατό του και παράγγειλε ο ίδιος στον Τσάντα να γράψει ένα σχετικό τραγούδι, παρ' ότι αυτή η εκδοχή δεν εξηγεί το γιατί ο Βασιλειάδης φύλαγε στο συρτάρι του 2-3 χρόνια τους στίχους. Λεπτομέρειες χωρίς ιδιαίτερη σημασία, έτσι κι αλλιώς...

Δεν υπάρχουν σχόλια: