Πνευματικά δικαιώματα δεν υπάρχουν. Οι ιδέες πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα. Άρα...
... η αντιγραφή όχι απλώς επιτρέπεται αλλά είναι και επιθυμητή, ακόμη και χωρίς αναφορά της πηγής!

Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει

- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".

[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]

16 Νοεμβρίου 2016

Η αθλιότητα του εργάτη

Επειδή δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να καβαλάμε καλάμι όλοι όσοι γράφουμε δυο αράδες στο διαδίκτυο, καλό είναι να θυμόμαστε κάπου-κάπου ότι κατά μείζονα λόγο κάνουμε δυο πράγματα: είτε λέμε μπούρδες είτε "κλέβουμε" εκείνους που πραγματικά είχαν κάτι να πουν. Την ώρα, λοιπόν, που ως αναγνώστες επαινείτε κάποιον αρθρογράφο, αναρωτηθείτε μήπως απονέμετε εύσημα σε κάποιον που δεν τα δικαιούται, μιας και τα κείμενά του μάλλον αποτελούν επεξεργασία πραγματικής δουλειάς άλλου. Για παράδειγμα, σκεφτείτε πόσα από τα κείμενα που έχετε διαβάσει κατά καιρούς σε τούτο το ιστολόγιο αποτελούν προϊόν επεξεργασίας ή ανάλυσης τού παρακάτω μαρξικού κειμένου, γραμμένου το 1844, όταν ο Μαρξ ήταν 26 ετών:


Ο εργάτης δεν κερδίζει αναγκαστικά όταν κερδίζει ο κεφαλαιοκράτης. Χάνει, όμως, οπωσδήποτε όταν χάνει ο κεφαλαιοκράτης. Για παράδειγμα, ο εργάτης δεν κερδίζει όταν ο κεφαλαιοκράτης διατηρεί την τιμή τής αγοράς πάνω από τη φυσική τιμή, μέσω κάποιου βιομηχανικού ή εμπορικού μυστικού, μέσω κάποιου μονοπωλίου ή κάποιας ευνοϊκής θέσης τής ιδιοκτησίας. (...)

Γενικά, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι εκεί που πλήττονται αμφότεροι, ο εργάτης και ο κεφαλαιοκράτης, ο εργάτης πλήττεται στην ίδια του την ύπαρξη ενώ ο κεφαλαιοκράτης πλήττεται στο κέρδος τού νεκρού μαμμωνά του. Ο εργάτης είναι υποχρεωμένος να αγωνιστεί όχι μόνο για τα φυσικά μέσα επιβίωσής του αλλά και για την ανεύρεση και εξασφάλιση εργασίας, δηλαδή για τη δυνατότητα και τα μέσα με τα οποία θα εκφραστεί η δραστηριότητά του. Ας εξετάσουμε τις τρεις κύριες καταστάσεις που μπορεί να δημιουργηθούν σε μια κοινωνία και την επίδρασή τους στον εργάτη:


(1) Όταν μειώνεται ο πλούτος της κοινωνίας, εκείνος που υποφέρει περισσότερο είναι ο εργάτης. Γιατί, μολονότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να κερδίσει όσα κερδίζει η τάξη των ιδιοκτητών όταν η κοινωνία ευημερεί, κανένας δεν μαστίζεται τόσο δεινά όσο η εργατική τάξη όταν η κοινωνία βρίσκεται σε παρακμή.


(2) Ας εξετάσουμε τώρα μια κοινωνία όπου ο πλούτος αυξάνεται. Η κατάσταση αυτή είναι η μόνη ευνοϊκή για τον εργάτη. Εδώ ο ανταγωνισμός είναι μεταξύ των κεφαλαιοκρατών. Η ζήτηση για εργάτες υπερβαίνει την προσφορά. Αλλά, πρώτα απ' όλα, η αύξηση των μισθών οδηγεί σε υπερβολική εργασία μεταξύ των εργατών. Όσο περισσότερα θέλουν να κερδίσουν, τόσο περισσότερο πρέπει να θυσιάσουν τον χρόνο τους και την ελευθερία τους και να δουλέψουν σαν σκλάβοι στην υπηρεσία τής πλεονεξίας. Με τον τρόπο αυτό συντομεύουν τη ζωή τους. (...)

Παραπέρα, πότε μια κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση αυξανόμενου πλούτου; Όταν αυξάνονται τα κεφάλαια και τα εισοδήματα μιας χώρας. Αυτό, όμως, είναι δυνατό μόνο σαν αποτέλεσμα συσσώρευσης μεγάλης ποσότητας εργασίας, αφού το κεφάλαιο είναι συσσωρευμένη εργασία, όταν δηλαδή αφαιρούνται από τον εργάτη όλο και περισσότερα από τα προϊόντα που παράγει, όταν η δική του εργασία τον αντιμετωπίζει όλο και περισσότερο σαν ξένη ιδιοκτησία και τα μέσα της ύπαρξής του και της δραστηριότητάς του συγκεντρώνονται όλο και περισσότερο στα χέρια τού κεφαλαιοκράτη.

Η συσσώρευση του κεφαλαίου αυξάνει τον καταμερισμό τής εργασίας και ο καταμερισμός τής εργασίας αυξάνει τον αριθμό των εργατών. Αντίστροφα, η αύξηση του αριθμού των εργατών αυξάνει τον καταμερισμό εργασίας και η αύξηση του καταμερισμού εργασίας αυξάνει την συσσώρευση κεφαλαίου. Σαν συνέπεια αυτού του καταμερισμού εργασίας από τη μια μεριά και της συσσώρευσης κεφαλαίου από την άλλη, ο εργάτης εξαρτάται όλο και πιο πολύ από την εργασία. Μια επιμερισμένη, πολύ μονόπλευρη και μηχανιστική εργασία. Όπως, λοιπόν, καταπιέζεται ο εργάτης διανοητικά και σωματικά και εξομοιώνεται με τη μηχανή και, αντί να παραμένει άνθρωπος, μετατρέπεται σε μια αφηρημένη δραστηριότητα κι ένα στομάχι, έτσι εξαρτάται όλο και περισσότερο από κάθε διακύμανση στην τιμή τής αγοράς, από την επένδυση του κεφαλαίου και από τις ιδιοτροπίες τού πλούτου. Επίσης, η αύξηση της τάξης των ανθρώπων που εξαρτώνται από την εργασία αυξάνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών και μειώνει την τιμή τους. (...)

Σε μια κοινωνία με αυξανόμενο ρυθμό ευημερίας (...) το αποτέλεσμα είναι η ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των κεφαλαιοκρατών, η αύξηση της συγκέντρωσης του κεφαλαίου, η καταστροφή μικρών κεφαλαιοκρατών από τους μεγάλους, οπότε ένα τμήμα τους μεταναστεύει στην εργατική τάξη (...) και επειδή ο αριθμός των εργατών αυξάνεται, ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους παίρνει αξιόλογες διαστάσεις, γίνεται αφύσικος και βίαιος. Οπότε ένα τμήμα τής εργατικής τάξης υποβιβάζεται σε ζητιάνους ή καταδικάζεται στην πείνα (...).

Έτσι, ακόμα και σε μια κοινωνική κατάσταση πολύ ευνοϊκή για τον εργάτη, η αναπότρεπτη συνέπεια γι' αυτόν είναι η υπερβολική εργασία και ο πρόωρος θάνατος, η υποβάθμισή του σε απλή μηχανή, η υποδούλωσή του στο κεφάλαιο που συσσωρεύεται απειλητικά εναντίον του, ο νέος ανταγωνισμός και η πείνα ή η ζητιανιά για ένα τμήμα τής τάξης του. (...)

Μια αύξηση των μισθών προκαλεί στον εργάτη την ίδια επιθυμία από την οποία κατέχεται ο κεφαλαιοκράτης: να γίνει πλούσιος. Η επιθυμία του αυτή, όμως, μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο θυσιάζοντας το νου και το σώμα του. Μια αύξηση των μισθών προϋποθέτει και επιφέρει τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Έτσι, το προϊόν τής εργασίας εναντιώνεται προς τον εργάτη σαν κάτι ολοένα και περισσότερο ξένο προς αυτόν. (...) Αφού ο εργάτης έχει υποβιβαστεί σε μηχανή, η μηχανή μπορεί να τον αντιμετωπίσει ως ανταγωνιστή. Τελικά, όπως η συσσώρευση του κεφαλαίου αυξάνει τον όγκο τής βιομηχανίας και για το λόγο αυτό και τον αριθμό των εργατών, με τον ίδιο τρόπο καθιστά ικανό τον ίδιο αυτό όγκο τής βιομηχανίας να παράγει μεγαλύτερη ποσότητα προϊόντων. Αυτό οδηγεί στην υπερπαραγωγή και καταλήγει είτε στον παραμερισμό από την εργασία μεγαλύτερου αριθμού εργατών είτε στη μείωση των μισθών τους στο βαθμό τού επιδόματος.

Αυτές είναι οι συνέπειες της κοινωνικής κατάστασης που είναι πολύ ευνοϊκή για τον εργάτη, δηλαδή μια κατάσταση αναπτυσσόμενου πλούτου. Αλλά θα έρθει κάποτε ο καιρός που η κατάσταση αυτή θα φτάσει στο κορύφωμά της. Ποιά θα είναι τότε η θέση τού εργάτη;


(3) Σε μια χώρα που έχει φτάσει σ' αυτή την πληρότητα του πλούτου... τόσο οι αμοιβές τής εργασίας όσο και τα κέρδη τού κεφαλαίου θα είναι πιθανότατα πολύ χαμηλά... ο ανταγωνισμός για την εξεύρεση εργασίας θα είναι αναγκαστικά τόσο γεγονός ώστε να μειώνει τις αμοιβές εργασίας σε σημείο που μόλις να επαρκεί για τη συντήρηση των απασχολουμένων εργατών και, καθώς η χώρα θα έχει φτάσει ήδη σε πλήρη πληθυσμιακή ανάπτυξη, ο αριθμός των εργατών αυτών δε θα μπορούσε ποτέ να αυξηθεί. Οι πλεονάζοντες θα έπρεπε να πεθάνουν.

Έτσι, σε κατάσταση κοινωνικής παρακμής έχουμε αυξανόμενη αθλιότητα του εργάτη, σε κατάσταση προόδου έχουμε μια πολύπλοκη αθλιότητα και στην κατάσταση απόλυτης ανάπτυξης έχουμε στατική αθλιότητα.


[Καρλ Μαρξ, "Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα", εκδόσεις Γλάρος, 1975, σελ. 46-50]

1 σχόλιο:

perisian είπε...

Πολλά από αυτά που αναφέρει ο Μαρξ μπορεί να τα διαπιστώσει ένας εργάτης σήμερα κάνοντας μερικές απλές σκέψεις.
Ειδικά στον ιδιωτικό τομέα σήμερα από άκρη σε άκρη κυριαρχεί η εκμετάλλευση. Ο εργαζόμενος εκβιάζεται είτε με χαμηλό μισθό, ή με παράτυπη αύξηση της εργασίας του πέρα από το ωράριο του ή σε σχέση με τις άδειες του κτλ. Είναι γεγονός και πιστεύω πως μια μεγάλη κατηγορία εργαζομένων ακόμα και μικροεπιχειρηματιών αναγνωρίζουν πως είναι δούλοι. (Μου το έχουν πει αρκετοί προσωπικά)
Και όμως σήμερα όσο ποτέ άλλοτε είναι δύσκολο να μιλήσεις για τον καπιταλισμό.
Η απάντηση για εμένα σε αυτήν την αντίφαση δεν είναι η λογική αλλά ο φόβος. Δεν είναι ότι ο εργαζόμενος δεν έχει διαβάσει Μαρξ ή βαριέται να διαβάσει ή έχει παραμυθιαστεί από την εξουσία κτλ. Ψυχολογικός είναι ο λόγος. Η σχέσεις αντιμετωπίζονται σαν φύση. Αφού φοβούνται να αντισταθούν δεν υπάρχει αντίσταση. Και αφού δεν υπάρχει αντίσταση είναι λογικό η μόνη τους ελπίδα να είναι η ανάπτυξη του καπιταλισμού με τον κλασικό τρόπο ώστε να τους δώσει κάποια στιγμή και τα ψίχουλα ή τα παραπάνω που τους έδινε πριν. Στην πράξη δηλαδή ο κόσμος τον υπερασπίζεται τον καπιταλισμό και έχει δίκιο αν το σκεφτείς με δεδομένο ότι θέλουμε να αλλάξουν τα πράγματα χωρίς να ρισκάρουμε έστω και ελάχιστα.