Πνευματικά δικαιώματα δεν υπάρχουν. Οι ιδέες πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα. Άρα...
... η αντιγραφή όχι απλώς επιτρέπεται αλλά είναι και επιθυμητή, ακόμη και χωρίς αναφορά της πηγής!

Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει

- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".

[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]

7 Αυγούστου 2013

Ανέκδοτα, δίχως γέλιο

Ήταν ένας γερμανός, ένας δημοσιογράφος κι ένας έλληνας. Και λέει ο γερμανός: "για να βγούμε από την κρίση πρέπει να με πληρώσετε". Και λέει ο δημοσιογράφος στον γερμανό: "καλά τα λες, πρέπει να πληρώσουμε". Και μετά, λέει και στον έλληνα: "άκουσες; βγάλε το πορτοφόλι σου". Και τον ρωτάει ο έλληνας: "και γιατί δεν βγάζεις εσύ το δικό σου;". Και του απαντάει ο δημοσιογράφος: "γιατί η δουλειά η δικιά μου δεν είναι να πληρώνω αλλά να πείθω εσένα να πληρώσεις". Και λέει ο έλληνας με απορία: "μα εγώ δεν μπορώ να πληρώσω επειδή είμαι άνεργος". Κι ενώ ο γερμανός γελάει, ο δημοσιογράφος απαντάει: "μα γι' αυτό πρέπει να πληρώσεις, για να έρθει η ανάπτυξη και να ξαναβρείς δουλειά". Και ρωτάει ο έλληνας τον γερμανό: "δηλαδή, άμα σε πληρώσω θα μου δώσεις ανάπτυξη;". Και λέει ο γερμανός: "όχι έτσι ακριβώς αλλά θα δώσω τα λεφτά σου σε κάτι τραπεζίτες κι αυτοί με την σειρά τους θα τα δώσουν σε κάτι βιομήχανους που μ' αυτά θα φτιάξουν εργοστάσια όπου θα βρεις δουλειά". Και ξαναρωτάει ο έλληνας τον γερμανό: "ποιοί βιομήχανοι θα φτιάξουν εργοστάσια; αυτοί που κλείσανε το εργοστάσιο όπου δούλευα και με βγάλανε στην ανεργία;". Ο γερμανός κοιτάζει απηυδισμένος τον έλληνα που δεν καταλαβαίνει. Και τότε πετιέται ο δημοσιογράφος: "άσε ρε τις ερωτήσεις και πλήρωνε, που θες και εξηγήσεις".

Ήταν ένας Πρετεντέρης κι ένας Πορτοσάλτε και κοιτιόντουσαν. Και λέει ο Πρετεντέρης: "ρε συ, τί ανέκδοτο να βγάλουμε οι δυο μας;". Και λέει ο Πορτοσάλτε: "δίκιο έχεις, πρέπει να βρούμε κι έναν άλλο". Πάνε λίγο παρακάτω και βρίσκουν έναν έλληνα και τον ρωτάνε: "ρε συ, έρχεσαι μαζί μας να γίνουμε τρεις και να φτιάξουμε ένα ανέκδοτο;". Και λέει ο έλληνας: "να λείπει το βύσσινο, γιατί πρωτύτερα ήμουνα σε ένα άλλο ανέκδοτο με δυο άλλους και τελικά με βάλανε να πληρώσω". Και ρωτάει ο Πρετεντέρης: "γιατί σε βάλανε να πληρώσεις;". Και απαντάει ο έλληνας: "γιατί έχουμε κρίση και χρειάζονται τα δικά μου τα λεφτά για να φτιάξουνε εργοστάσια οι βιομήχανοι". Και ρωτάει ο Πορτοσάλτε: "πού είναι το περίεργο;".

Ήταν ένας Σαμαράς, ένας Βενιζέλος, ένας Τσίπρας κι ένας λαός. Και λέει ο Σαμαράς: "ρε παιδιά, σαν πολλοί δεν μαζευτήκαμε για ένα ανέκδοτο;". Και λέει ο Βενιζέλος: "δίκιο έχεις, θα κάτσω εγώ μαζί σου και θα φύγει αυτός". Και δείχνει τον Τσίπρα. Και λέει ο Τσίπρας: "ρε συ, δεν πας καλά, εγώ περίμενα τόσα χρόνια να μπω σε ανέκδοτο και δεν το κουνάω με τίποτε". Και λέει ο λαός: "ρε σεις, εμένα δεν μου αρέσουν τα ανέκδοτα, οπότε θα φύγω εγώ". Και τότε λένε κι οι τρεις άλλοι μαζί: "μα εμείς εσένα σε χρειαζόμαστε για να βγει καλό το ανέκδοτο". Και απαντάει ο λαός: "μπα, καλύτερα να φύγω γιατί στο τέλος όχι μόνο θα γελάσετε μαζί μου αλλά θα με βάλετε να πληρώσω κι από πάνω".

Ήτανε ένας πρωθυπουργός κι ένας λαός. Και ρωτάει ο πρωθυπουργός τον λαό: "το ανέκδοτο με την ανάπτυξη το ξέρεις;". Και απαντάει ο λαός: "το ξέρω αλλά είναι μάπα και δεν βγάζει γέλιο". Και λέει ο πρωθυπουργός: "προφανώς δεν μπορείς να το καταλάβεις, γι' αυτό δεν γελάς". Και ρωτάει ο λαός: "δηλαδή με περνάς για ηλίθιο;". Και απαντάει γελώντας ο πρωθυπουργός: "εμ, αν δεν ήσουνα εσύ ηλίθιος, θά 'μουνα εγώ πρωθυπουργός;". Και λέει μονολογώντας ο λαός: "εγώ φταίω που μπλέκω σε κουβέντες, καλύτερα να έφευγα, όπως στο προηγούμενο ανέκδοτο".


Ήταν ενάμισυ εκατομμύριο άνεργοι και ήταν κι ένα στα τρία μαγαζιά κλειστά και ήταν και χαράτσια και φόροι πολλοί και έκτακτοι και τακτικοί και δάνεια τράπεζας και δόσεις πιστωτικων καρτών και δόσεις σπιτιών και δόσεις αυτοκινήτων και λογαριασμοί και εκβιασμοί και τρόμος και δακρυγόνα και ακρίβεια και φτώχεια και απόγνωση και εξαθλίωση και κατάθλιψη και αυτοκτονίες και χρέη πολλά και γκρίνια και μαυρίλα... Και ήταν κι ένας λαός που έβλεπε, που χάζευε, που έχαφτε, που περίμενε, που ήλπιζε και που δεν καταλάβαινε ότι είχε ανακατευτεί σε ένα ανέκδοτο...


Σημείωση: Το σημερινό κείμενο βασίστηκε σε μια παλιά ιδέα τού Θύμιου Καλαμούκη (στον οποίο ανήκει και το τελευταίο "ανέκδοτο", ελαφρώς τροποποιημένο), η οποία δημοσιεύθηκε στο τέταρτο τεύχος τού περιοδικού Unfollow.

Δεν υπάρχουν σχόλια: